- ἁλούργημα
- ἁλούργ-ημα, ατος, τό,A purple clothing, Vett. Val.263.16, Lib.Decl.12.27 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλούργημα — ἁλούργημα, το (Μ) αλουργής ενδυμασία, πορφυρό ιμάτιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλουργῶ < ἁλουργός] … Dictionary of Greek
ἁλουργήμασιν — ἁλούργημα purple clothing neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλουργήματα — ἁλούργημα purple clothing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)